- μαλάξεις
- Βλ. λ. μασάζ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαλάξεις — μάλαξις softening fem nom/voc pl (attic epic) μάλαξις softening fem nom/acc pl (attic) μαλάσσω make soft aor subj act 2nd sg (epic) μαλάσσω make soft fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακοπή — Η παρεμπόδιση, η αναστολή, η συγκράτηση, η αναχαίτιση. (Ιατρ.)Η απότομη διακοπή της λειτουργίας ενός οργάνου, ιδιαίτερα της καρδιάς ή των πνευμόνων ή και των δύο. Η α. της καρδιάς μπορεί να εμφανιστεί ως καρδιακή ασυστολία (απουσιάζει τελείως η… … Dictionary of Greek
αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… … Dictionary of Greek
ινιδισμός — Σειρά από πολύ γρήγορες, άτακτες και ανεπαρκείς συσπάσεις των μυϊκών ινών του μυοκαρδίου. Διακρίνεται σε κολπικό ι., που προσβάλλει μόνο τις ίνες των κόλπων και προκαλεί πλήρη αρρυθμία των κοιλιακών συστολών, και σε κοιλιακό ι., ο οποίος… … Dictionary of Greek
κινησιοθεραπεία — Η θεραπεία ορισμένων παθήσεων του ερειστικού (οστών, αρθρώσεων) και του κινητικού συστήματος (μυών, νεύρων) με κινήσεις στις οποίες υποβάλλονται διάφορα τμήματα των άκρων ή του κορμού. Συνήθως συνδυάζεται με μαλάξεις, οι οποίες εκτελούνται από… … Dictionary of Greek
μάλαξη — η (AM μάλαξις) [μαλάσσω] το να γίνεται κάτι μαλακό, μαλάκυνση, μαλάκωμα, απάλυνση νεοελλ. συν. στον πληθ. οι μαλάξεις σύνολο χειρισμών που εκτελούνται με το χέρι επάνω στο δέρμα και, διά μέσου αυτού, στους μυς, στους τένοντες, στους ορογόνους… … Dictionary of Greek
μαλάκτης — ο [μαλάσσω] άτομο που κάνει μαλάξεις, μασέρ … Dictionary of Greek
παλαιστρίτης — παλαιστρίτης, ὁ (Α) 1. όμοιος με παλαιστή, αθλητικός 2. (για θεό και ιδίως τον Ερμή) προστάτης τής παλαίστρας, τής πάλης 3. στον πληθ. οἱ παλαιστρῑται αυτοί που γυμνάζονταν στην παλαίστρα 4. φρ. «παλαιστρίτης τρόπος» (στην ιατρ.) τρόπος θεραπείας … Dictionary of Greek
πνιγμός — Είναι ο τύπος ασφυξίας που προκαλείται όταν υγρά κυρίως μέσα παρακωλύουν την είσοδο αέρα στις αναπνευστικές οδούς. Γενικά αυτό συμβαίνει όταν ολόκληρο το σώμα βυθιστεί στο νερό, αν και, σπανιότερα, ο π. προκαλείται και όταν είναι βυθισμένα σ’ ένα … Dictionary of Greek
πολιομυελίτιδα — Νόσος λοιμώδης, η οποία οφείλεται σε ιό που προκαλεί φλεγμονή και καταστροφή της φαιάς ουσίας των μπροστινών κεράτων του νωτιαίου μυελού και έχει ως αποτέλεσμα την παράλυση και την ατροφία των εξαρτώμενων μυών. Από τους διάφορους ορολογικούς… … Dictionary of Greek